«Σχιζοφρένεια»... Μια λέξη που σίγουρα δεν ακούτε για πρώτη φορά!
Η «σχιζοφρένεια» είναι μία λέξη που κάνει πολλούς ανθρώπους να αισθάνονται άβολα. Τη χρησιμοποιούμε συνήθως για να περιγράψουμε κάποιον που συμπεριφέρεται “παράξενα”, “ασυνήθιστα” ή “επικίνδυνα”, ενώ τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κάνουν συχνά χρήση αυτής για να περιγράψουν περιστατικά ωμής βίας και αποτρόπαιης εγκληματικότητας. Ωστόσο για εκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο η σχιζοφρένεια είναι μια ασθένεια και δεν ξαφνιάζει το γεγονός ότι, για τους ανθρώπους με τη διάγνωση αυτή, η λέξη αυτή τρομάζει. Νιώθουν σαν η ίδια η κοινωνία να τους απομονώνει, να τους έχει καταδικάσει να είναι «βίαιοι» και «εκτός ελέγχου», ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι, αφού μόνο λίγοι από αυτούς γίνονται βίαιοι και μάλιστα σε ποσοστό που δεν διαφέρει πολύ από ότι στο φυσιολογικό πληθυσμό.
Τι είναι όμως η σχιζοφρένεια;
Είναι μια νόσος του εγκεφάλου που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε και συμπεριφερόμαστε. Είναι το αποτέλεσμα μιας διαταραχής του εγκεφάλου, όπως ακριβώς ο σακχαρώδης διαβήτης είναι το αποτέλεσμα μιας διαταραχής της λειτουργίας του παγκρέατος. Όπως και η τελευταία, αν και η σχιζοφρένεια δεν είναι πλήρως ιάσιμη, αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με το συνδυασμό φαρμάκων και προγραμμάτων ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης.
Τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας (ή ψύχωσης, όπως συνηθίζεται να λέγεται) διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τα «θετικά» και τα «αρνητικά».
Τα «θετικά» απεικονίζουν ασυνήθιστα βιώματα που προστίθενται στις συνηθισμένες εμπειρίες της ζωής, ενώ φυσιολογικά θα έπρεπε να απουσιάζουν και είναι εκείνα που κάνουν τον ασθενή να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα.
Στα θετικά συμπτώματα περιλαμβάνονται οι παραληρητικές ιδέες και οι ψευδαισθήσεις. Οι πρώτες είναι εσφαλμένες πεποιθήσεις για τις οποίες ο ασθενής είναι ακράδαντα πεπεισμένος. Μπορεί π.χ. να πιστεύει ότι υπάρχει κάποια συνωμοσία εναντίον του, ότι τον καταδιώκουν, τον κατασκοπεύουν ή τον ελέγχουν, ότι θέλουν να τον βλάψουν τον ίδιο ή την οικογένειά του ή ότι τον σχολιάζουν.
Πολλές φορές μία παραληρητική ιδέα μπορεί να είναι ένα μέσο προκειμένου να εξηγηθούν οι ψευδαισθήσεις. Για παράδειγμα αν κάποιος ακούει φωνές που μιλούν για αυτόν, μπορεί να τις αποδώσει σε κάποια ενέργεια που γίνεται εναντίον του. Οι ψευδαισθήσεις είναι διαταραχές από την αντίληψη που μπορεί να αφορούν και τις πέντε αισθήσεις, οι πιο συνηθισμένες ωστόσο στη σχιζοφρένεια είναι οι ακουστικές ψευδαισθήσεις.
Τα «αρνητικά» ονομάζονται έτσι γιατί η ασθένεια φαίνεται να αφαιρεί μέρος από τα ενδιαφέροντα, τα κίνητρα, την ενεργητικότητα και τη διάθεση του ατόμου που νοσεί. Είναι σαφώς λιγότερο δραματικά από τα θετικά και πολλές φορές οι άλλοι δυσκολεύονται να τα καταλάβουν και τα θεωρούν ως «τεμπελιά».
Ωστόσο, υπάρχουν μορφές σχιζοφρένειας που δεν χαρακτηρίζονται από την παρουσία όλων των παραπάνω συμπτωμάτων. Μπορεί π.χ. κάποιος να ακούει φωνές και να έχει αρνητικά συμπτώματα, αλλά όχι παραληρητικέ ιδέες, ενώ άλλοι με παραληρητικές ιδέες να έχουν πολύ λίγα αρνητικά συμπτώματα. Αν κάποιος μάλιστα έχει αρνητικά συμπτώματα μόνο με διαταραχές σκέψης και συγκέντρωσης μπορεί να μην αναγνωριστεί το πρόβλημα για χρόνια.
Η σχιζοφρένεια προσβάλλει έναν στους εκατό ανθρώπους κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Προσβάλλει το ίδιο και τα δύο φύλα, ενώ φαίνεται να είναι πιο συχνή στις αστικές περιοχές. Είναι σπάνια πριν από τα 15, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία μετά από αυτή, πιο συχνά μεταξύ 15 και 35 χρόνων.
Η σχιζοφρένεια προκαλείται από έναν συνδυασμό διαφορετικών παραγόντων, οι οποίοι επιδρούν διαφορετικά στον κάθε άνθρωπο. Ένας στους δέκα ασθενείς με σχιζοφρένεια έχει κάποιον συγγενή με την αρρώστια.
Η χρήση ουσιών, όπως αμφεταμινών, κοκαΐνης και κάνναβης φαίνεται να σχετίζεται με αυξημένη συχνότητα νόσησης. Ειδικά η τελευταία αυξάνει την πιθανότητα νόσησης έως και έξι φορές σε σχέση με το φυσιολογικό πληθυσμό σε άτομα που κάπνισαν συχνά (περισσότερο από 50 φορές) κατά την εφηβεία τους.
Αν ο συγγενής σας ή εσείς ο ίδιος λοιπόν έχετε συμπτώματα σχιζοφρένειας πρέπει να αρχίσετε φαρμακευτική αγωγή όσο πιο σύντομα γίνεται, κι αυτό γιατί έχει αποδειχθεί ότι όσο πιο μικρή είναι η περίοδος μεταξύ της έναρξης των συμπτωμάτων και της φαρμακευτικής αγωγής, τόσο καλύτερη είναι η πρόγνωση. Η υπεραπλουστευμένη γενίκευση ότι κανείς δεν θεραπεύεται από τη σχιζοφρένεια οδηγεί σε απελπισία και απόγνωση. Στατιστικές έχουν δείξει ότι για κάθε πέντε άτομα που εμφανίζουν συμπτώματα σχιζοφρένειας, το ένα θα τα ξεπεράσει μέσα στα πρώτα πέντε χρόνια, τα τρία θα τα ξεπεράσουν αλλά θα τα εμφανίσουν πάλι, διατηρώντας ωστόσο τα περισσότερα από αυτά μια ικανοποιητική λειτουργικότητα, ενώ μόνο το υπόλοιπο ένα θα ταλαιπωρείται από τα συμπτώματα αυτά για το υπόλοιπο της ζωής του με συχνές εξάρσεις, νοσηλείες και ανάγκη για συνεχή φροντίδα και υποστήριξη.
Ωστόσο τα φάρμακα δεν είναι η μόνη απάντηση στην αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας. Είναι το πρώτο βήμα που μπορεί να ελέγξει τα συμπτώματα της ασθένειας έτσι ώστε να κάνει άλλους τρόπους παρέμβασης περισσότερο εφικτούς. Σε αυτούς περιλαμβάνονται η υποστήριξη του αρρώστου και της οικογένειάς του, ψυχολογικές θεραπείες και προγράμματα ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης.
Γιατί όμως χρειάζεται αυτό; Διότι η σχιζοφρένεια είναι κάτι πολύ περισσότερο από τον εσφαλμένο τρόπο σκέψης και αντίληψης της πραγματικότητας. Τα περισσότερα από αυτά τα άτομα όσο προχωράει η νόσος αποσύρονται κοινωνικά, προτιμούν να περνούν τη ζωή τους μόνα. Έχουν προβλήματα με τη συγκέντρωσή τους, την κινητοποίησή τους και την ικανότητά τους για την επίλυση βασικών προβλημάτων. Στερούνται βασικών δεξιοτήτων απαραιτήτων για τις καθημερινές τους δραστηριότητες και άντλησης ευχαρίστησης από τη ζωή εν γένει.
Η ανακάλυψη αποτελεσματικών φαρμακευτικών θεραπειών και η ανάπτυξη συγχρόνων μεθόδων αποκατάστασης έχει καταστήσει δυνατή την αντιμετώπιση των ασθενών με σχιζοφρένεια στην κοινότητα κοντά στις οικογένειες τους.
Οι τελευταίες παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτό, οι δε επαγγελματίες ψυχικής υγείας εργάζονται από κοινού με τις οικογένειες στην αποκατάσταση αυτών των ατόμων δημιουργώντας ένα υποστηρικτικό πλαίσιο για τα ίδια ή και τις οικογένειές τους που βαρύνονται από αυτό το χρόνιο φόρτο φροντίδας των δικών τους.