Κορονοϊός: Γιατί χάνουμε την αίσθηση της όσφρησης – Πόσος χρόνος χρειάζεται για να επανέλθει πλήρως
Πόσο καιρό χρειάζεται για να επανέλθει πλήρως η όσφρηση μετά από μόλυνση με COVID-19 και πώς μπορούμε να «επανεκπαιδεύσουμε» τη μύτη μας.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα του κορωνοϊού – το σήμα-κατατεθέν του, θα μπορούσε να πει κάποιος – είναι η απώλεια της όσφρησης και της γεύσης.
Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Αμερικανικής Ακαδημίας Ωτορινολαρυγγολογίας, το ποσοστό των ασθενών με κορωνοϊό που αντιμετώπισαν αυτό το σύμπτωμα ξεπερνάει το 50%.
Είναι γνωστό ότι ο κορωνοϊός προκαλεί τα εξής προβλήματα με την όσφρηση:
- Aνοσμία: προσωρινή απώλεια όσφρησης
- Παροσμία: αλλαγή στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις μυρωδιές, πχ. κάτι που κανονικά μυρίζει ωραία μάς μυρίζει άσχημα.
- Υποσμία: μειωμένη δυνατότητα όσφρησης
- Φαντοσμία: πιο σπάνια επιπλοκή, όταν οσφρίζεται κάποιος μυρωδιές που οι υπόλοιποι δεν αντιλαμβάνονται
Συνήθως, η όσφρηση επενέρχεται πλήρως μέσα σε δύο με τέσσερις εβδομάδες, αλλά για κάποιους χρειάζεται περισσότερος καιρός. Ένα ποσοστό κάτω του 5% χρειάστηκε πάνω από έξι μήνες για να επανακτήσει την αίσθηση της όσφρησης.
Γιατί χάνουμε την αίσθηση της όσφρησης
Ως κύρια αιτία της απώλειας της όσφρησης, θεωρείται η φλεγμονή που προκαλεί η ασθένεια COVID-19 στην οσφρητική περιοχή. Ο κορωνοϊός προκαλεί μια «έκρηξη» από φλεγμονώδεις πρωτεΐνες, γνωστές ως κυτοκίνες, στη μύτη μας. Αυτές προκαλούν προβλήματα στους νευρώνες και μειώνουν τον αριθμό των νευρολογικών κυττάρων που στέλνουν τα σήματα με τις μυρωδιές στον εγκέφαλο.
Για όσους δεν επιστρέψει άμεσα η αίσθηση της όσφρησης μετά τον κορωνοϊό, δεν είναι σπάνιο να παρουσιάσουν παροσμία, δηλαδή να οσφρίζονται παραποιημένες μυρωδιές. Ευχάριστα αρώματα, όπως αυτά του καφέ, της σοκολάτας ή της οδοντόπαστάς, έχουν πλέον δυσάρεστη, ακόμα και αηδιαστική μυρωδιά για αρκετούς ανθρώπους που έχουν αναρρώσει από κορωνοϊό.
Αυτό συμβαίνει λόγω της μοναδικής ικανότητας αναγέννησης των οσφρητικών νευρώνων: νέα κύτταρα δημιουργούνται και επανασυνδέονται με τον εγκέφαλο. Όπως συμβαίνει με οποιοδήποτε πρόβλημα στο νευρολογικό σύστημα, καθώς οι νευρώνες αναγεννιούνται και ωριμάζουν, ενδέχεται να στείλουν τυχαία σήματα στο κέντρο όσφρησης του εγκεφάλου.
Με λίγα λόγια, ο τρόπος που αντιλαμβάνεται ο εγκέφαλος μια μυρωδιά μπορεί να μην ταιριάζει με τον πραγματικό τρόπο που μυρίζει. Οικεία πράγματα έχουν εντελώς διαφορετική μυρωδιά, λόγω των λανθασμένων μηνυμάτων που λαμβάνει ο εγκέφαλος.
Όσο συνεχίζει η διαδικασία αναγέννησης, οι νευρώνες αρχίζουν να συνδέονται με τα σωστά μέρη στο κέντρο όσφρησης του εγκεφάλου, στέλνοντας έτσι τα σωστά ηλεκτρικά σήματα ανάλογα με τα ερεθίσματα που λαμβάνουν.
Η διαδικασία αυτή μπορεί να κρατήσει εβδομάδες ή και μήνες, ανάλογα με το άτομο. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, ενδέχεται να χρειαστούν από 10 μέρες έως και τρεις μήνες.
Δεν φταίει, όμως, απαραίτητα η «χαλασμένη» μύτη όσων πέρασαν κορωνοϊό, αλλά και εξωτερικοί παράγοντες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστήμιου του Ρέντινγκ, ο καφές περιέχει κάποια μόρια με ισχυρές μυρωδιές που δημιουργούν αυτό το αίσθημα αηδίας σε όσους έχουν προβλήματα όσφρησης μετά από μόλυνση με COVID-19.
Επανεκπαίδευση της μύτης
Oι έρευνες για ενδεχόμενες θεραπείες των προβλημάτων όσφρησης μετά από COVID-19 συνεχίζονται. Για παράδειγμα, εξετάζεται η χρήση στεροειδών και βιταμινών.
Οι ειδικοί, μάλιστα, προτείνουν μια απλή και φτηνή θεραπεία: να επανεκπαιδεύσουμε τη μύτη μας μυρίζοντας πολλές διαφορετικές μυρωδιές μέσα σε ένα διάστημα μηνών, έτσι ώστε ο εγκέφαλός μας να ξαναμάθει να τις ξεχωρίζει.
Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να μυρίζει τέσσερα διαφορετικά πράγματα που έχουν διακριτή και εύκολα αναγνωρίσιμη μυρωδιά, όπως πορτοκάλια, σκόρδο, καφέ και μέντα. Η «άσκηση» αυτή θα πρέπει να επαναλαμβάνεται δύο φορές την ημέρα για πολλούς μήνες.
Οι ερευνητές περιγράφουν την πρακτική αυτή «φυσικοθεραπεία για τη μύτη», καθώς οι νευρώνες του εγκεφάλου μαθαίνουν μεν να αναγνωρίζουν και πάλι τις διαφορετικές μυρωδιές, αλλά δεν είναι μια γρήγορη διαδικασία.
Σε προηγούμενες μελέτες, η πρακτική αυτή είχε χρησιμοποιηθεί και για περιπτώσεις που ασθενείς έχασαν την όσφρησή τους εξαιτίας άλλων ιογενών μολύνσεων, όπως η γρίπη ή ο ρινοϊός που προκαλεί το κοινό κρυολόγημα.