Θύμισες της παραμονής και της Πρωτοχρονιας, από το φορτσέρι της Νιόβης - Συνέντευξη στον InKefalonia 89,2
Στον Inkefalonia 89,2, στην εκπομπή «Μέρα Μεσημέρι» με την δημοσιογράφο Ελευθερία Κουλουριώτου, μίλησε η κ. Νιόβη-Φωτεινάτου-Καμπίτση, συγγραφέας του βιβλίου «Κεφαλονίτικες Ρετσέτες».
Θύμισες από το φορτσέρι ( το μπαούλο) της Νιόβης, ξεχύθηκαν λίγο πριν τον αποχαιρετισμό του παλιού και το καλωσόρισμα του νέου χρόνου επιζητώντας τον μποναμά ( bonamanu– φιλοδώρημα) της καρδιάς μας.
«Παραμονή της Πρωτοχρονιάς γινότανε τότε το μεγαλύτερο γλέντι στο Αργοστόλι. Από το πρωί ήταν στα στέκια τους όλοι οι μικροπωλητές με το παστέλι, το οποίο ήτανε γαρνιρισμένο με μάντολες και κουφέτα και τα οποία έγραφαν τα χρόνια πολλά. Είχαν σάμαλι, μαντολάτο και τις δίπλες. Στα καντούνια τα παιδιά με τα τρίγωνα τραγουδούσαν σε μαγαζιά και σπίτια τα κάλαντα και με την ασκινοκάρα στο χέρι ευχόντουσαν «καλή αποκοπή και του χρόνου». Αλλά και οι παρέες μεγάλων και καλλίφωνων ανθρώπων της πιάτσας, γύριζαν με κιθάρες και ακορντεόν και τραγουδούσαν μελωδικά τα γνήσια Κεφαλονίτικα κάλαντα.
Και ο απλός ο άνθρωπος που ήθελε να πει τα χρόνια πολλά, αλλά να πάρει και τον μπουναμά του, έβαζε σε ένα πιατέλο ένα πορτοκάλι γεμάτο πρόκες γαρύφαλλο και γύριζε σε μαγαζιά και σπίτια.
Το μεγαλύτερο γλέντι το επιφύλασσε το βράδυ της παραμονής του Αγίου Βασιλείου, όπου το Λιθόστρωτο ήτανε στις δόξες του.
Από το πρωί είχαν πιάσει τα πόστα τους τύποι του Αργοστολιού με ψεκαστήρες με γνήσιες κολόνιες από τα φαρμακεία, καραμούζες, τριζόνια, σφυρίχτρες, ροκάνες και ότι άλλο βάζει ο νους του ανθρώπου και μαζί με τις μουσικές έλεγαν τα κάλαντα.
Γιορτάζαμε με τον δικό μας μοναδικό Κεφαλονίτικο τρόπο, μέσα σε μουσικές, ευωδιές και ήχους το χρόνο που έφευγε και τον χρόνο που ερχόταν.
Ακουγόταν το «με τρία γράμματα χρυσά γράφεται τα όνομα σου αγαπητέ Γεράσιμε» και πηγαίνανε το βράδυ αργά στα σπίτια και χτυπούσανε όλοι ατοί οι καλλίφωνοι με τις κιθάρες και τα ακορντεόν και εγώ μικρό παιδί εκείνα τα χρόνια, έβλεπα την μάννα μου να κατεβαίνει την σκάλα, να δίνει τον μπουναμά και να τους τρατάρει παστέλι , μαντολάτο, συκάδια και τσιπουρίτι μες τα μπικιρίνια. Και μέσα σε εκείνη την μαγεία της νύχτας , ο απόηχος από εκείνες τις γλυκές φωνές που απομακρύνοντας προς άλλα σπίτια με νανούριζε… «εκοίταξα τον ουρανό και είδα σταυρό στην μέση κι απ όλα τα ονόματα η του νοικοκύρη τα όνομα, η Γεράσιμος μ αρέσει».
Αυτά γινόντουσαν τότε στο Αργοστόλι εκείνα τα χρόνια τα αξέχαστα τα ωραία. Εκείνο που είχαν οι νοικοκυρές , ήταν για το πρωί της Πρωτοχρονιάς το ποδιακό- ποδαρικό για να πάει καλά ο χρόνος. Θυμάμαι ότι είχαν ρίξει σε όλο το σπίτι ρόδι για γούρι , αφού το σπάγανε στο κατώφλι. Βλέπανε λοιπόν ποιος θα περάσει πρώτος, να είναι άντρας , ένα έθιμο που και σήμερα κάποιοι παλιοί το έχουνε. Εκείνα τα χρόνια δεν είχαμε τον φόβο για το ποιος θα μπεί στο σπίτι , είμαστε όλοι γνωστοί και αγαπημένοι.
Σε εμάς ερχόταν πάντα ένα παιδί και μας έκανε ποδιακό και έπαιρνε τον μπουναμά του, ο Γεράσιμος, που δούλευε σε ένα κουρείο κάτω από το σπίτι μας. Εκείνη την Πρωτοχρονιά όμως του 1953 θυμάμαι ότι δεν ήρθε ο Γεράσιμος να μας κάνει ποδιακό και στενοχώρια τότε η μάννα μου. Πάντα έλεγε ότι ο σεισμός του 53 έγινε επειδή δεν μας έκανε ποδιακό ο Γεράσιμος, λες και ο σεισμός ήτανε μόνο για μας και όχι για όλους.
Από τότε δεν θυμάμαι άλλη Πρωτοχρονιά που να μου έχει κάνει τόση εντύπωση, σιγά σιγά όλα άρχιζαν να ξεθωριάζουν μες τον χρόνο. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολύ ωραία έθιμα, που δεν πρέπει να αφήσουμε να χαθούν, ούτε εμείς, ούτε τα παιδιά μας».
«Για την ημέρα της Πρωτοχρονιάς , απο την προηγούμενη μέρα οι νοικοκυρές είχαν φτιάξει την βασιλόπιτα, που ήταν ένα απλό κέικ που το γαρνίριζαν με ασπρισμένα αμύγδαλα και έγραφαν τον χρόνο που ερχόταν η χρόνια πολλά. Για το μεσημεριανό τραπέζι ήταν η αγιοβασιλίτσα , ένα είδος ψωμιού όπως το Χριστόψωμο με διάφορα σχέδια και ένα καρύδι στην μέση. Το φαγητό της ημέρας αυτής ήταν ο κόκορας, που μας το στέλνανε από το χωριό και τον είχαμε δύο-τρεις μέρες και το ταΐζαμε και ύστερα τον σφάζαμε. Ο κόκορας ήτανε πάρα πολύ τραχύς και τον βράζαμε και φτιάχναμε από το ζουμί του σούπα αυγολέμονο και μετά τον βάζανε στο ταψί με μικρές πατάτες τις νιές, της νέας σοδειάς. Το προηγούμενο βράδυ της παραμονής δεν υπήρχαν ιδιαίτερα φαγητά, γιατί μέχρι αργά το βράδυ ήτανε τα κάλαντα από του επαγγελματίες που βγαίνανε κατά τις 12:00μ.μ.
Την πουτρίδα την είχανε και σε κάποια χωριά κυρίως στο Ληξούρι, ένα φαγητό με χοιρινό και κάβολε- κουνουπίδι, ή εναλλακτικά χοιρινό με μάπα-λάχανο ή γουλί.
Όμως για τον κόκορα, τα λένε και τα κάλαντα : «εσφάξαμε τον κόκορα, εσφάξαμε την κότα, δώσε και μας τον κόπο μας να πάμε σ άλλη πόρτα» και ασφαλώς δεν είναι τυχαίο, τα παραδοσιακά κάλαντα της Κεφαλονιάς, έχουνε αυτό μέσα. Αυτό το άκουσα και για τα Χριστούγεννα που το λέγανε. Τότε ο κόκορας και η κότα ήτανε ένα πουλερικό γνήσιο. Από γλυκά ήταν η βασιλόπιττα και ότι άλλο γλυκό ήθελε να φτιάξει κανείς.
Εκείνα τα χρόνια παίζανε και πολλά τυχερά παιχνίδια, όπως το πίτσι που το παίζανε στον δρόμο και το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, ήτανε πάντα το χαρτί.
Να ευχηθώ καλή χρονιά με αγάπη και χαρά και ειρήνη σε όλο τον κόσμο. Καλή αποκοπή σε όλους και του χρόνου να είναι όλος ο κόσμος καλά».
Ακολουθεί το ηχητικό της συνέντευξης.